μοιρόγραφτο

μοιρόγραφτο
το см. μοιραίο[ν] 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μοιρόγραφτο" в других словарях:

  • μοιρόγραφτο — το το γραμμένο από τη μοίρα, το κισμέτι: Το μοιρόγραφτο δεν το ξέρεις ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιρόγραφτος — η, ο [μοιρογράφω] 1. προσδιορισμένος, γραμμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιρόγραφτο το πεπρωμένο …   Dictionary of Greek

  • μοιρόγραφτος — η, ο ο γραφτός από τη μοίρα, ο προκαθορισμένος, ο πεπρωμένος: Το μοιρόγραφτο τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»